χολοβαφής

χολοβαφής
-ές, Α
χολοβάφινος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -βαφής (< βάπτω, πρβλ. βαφή), πρβλ. πορφυρο-βαφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χολοβαφῆ — χολοβαφής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χολοβαφής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χολοβαφής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολοβαφέα — χολοβαφής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χολοβαφής masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολοβαφές — χολοβαφής masc/fem voc sg χολοβαφής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”